- πολισσονόμος
- -ον, Α1. αυτός που κυβερνά πόλη2. φρ. «πολισσονόμος βιοτά» — ο πολιτικός και κοινωνικός βίος (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. < πόλις + -νόμος*. Η μορφή τού α' συνθετικού πολισσο- (πρβλ. πολισσ-ούχος) είναι πιθ. αναλογική προς το συνθ. πολισσόος, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη].
Dictionary of Greek. 2013.